ρωτώ — ρωτάω / ρωτώ, ρώτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ρωτώ — Ν βλ. ερωτώ … Dictionary of Greek
αναρωτώ — ρωτώ και ξαναρωτώ, ρωτώ με ενδιαφέρον για κάτι και απλώς ρωτώ 2. (μέσ., ιέμαι] ρωτώ τον εαυτό μου, απορώ … Dictionary of Greek
επείρομαι — ἐπείρομαι (AM) 1. ρωτώ ξανά, επί πλέον («τοῡτο δὲ ἐπήρετο τῶν παρόντων ἕνεκα», Ξεν.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον για κάτι ακόμη («πρὶν λέγειν δ ὑμᾱς τοδὶ ἐπερήσομαί τι μικρόν», Αριστοφ.) 3. ρωτώ κάποιον να μού πει 4. ρωτώ για να μάθω κάτι.… … Dictionary of Greek
ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… … Dictionary of Greek
διεξερούμαι — διεξεροῡμαι ( έομαι) (Α) ρωτώ, εξετάζω, πληροφορούμαι ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εξερούμαι, επικ. τ. του εξέρομαι «ρωτώ, αναζητώ, εξερευνώ»] … Dictionary of Greek
εξερεείνω — ἐξερεείνω (Α) [ερεείνω] 1. ρωτώ να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», Ομ. Οδ.) 2. εξετάζω 3. ρωτώ 4. ερευνώ, αναζητώ («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», Ομ. Οδ.) 5. δοκιμάζω τις χορδές τής κιθάρας … Dictionary of Greek
εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… … Dictionary of Greek
επερωτώ — (AM ἐπερωτῶ, άω) νεοελλ. υποβάλλω επερώτηση στη Βουλή ή στη Γερουσία αρχ. μσν. ρωτώ, ζητώ να μάθω («ἐπερωτῶντας θυσίαις καὶ οἰωνοῑς ὅ, τι τε χρὴ ποιεῑν καὶ ὅ, τι μή», Ξεν.) μσν. (νομ.) συμφωνώ με ομολογία αρχ. 1. ρωτώ 2. προβάλλω ερώτηση,… … Dictionary of Greek
καταπυνθάνομαι — (AM) ρωτώ να μάθω ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυνθάνομαι «ρωτώ να μάθω»] … Dictionary of Greek